25 Μαρτίου 2014

Λυσίου, Υπέρ Μαντιθέου 4-8

ΔΙΗΓΗΣΗ-ΑΠΟΔΕΙΞΗ 4-8
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
 Σε συνέχεια της απολογίας του ο Μαντίθεος θα προσπαθήσει να παρουσιάσει τα κύρια επιχειρήματα με τα οποία οι κριτές βουλευτές θα πειστούν για το βάσιμο της αθωότητάς του. Στο προοίμιο ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι θα αποδείξει ενώπιον των βουλευτών ότι –πρώτον- δεν υπήρξε ένας εκ των ιππέων, -δεύτερον- ότι δεν βρισκόταν στην πόλη την δύσκολη εκείνη περίοδο και –τρίτον- ότι με κανένα τρόπο δεν συμμετείχε στην τυραννική διακυβέρνηση.
 Η σειρά όμως με την οποία ο Μαντίθεος επιλέγει να ανασκευάσει τις παραπάνω κατηγορίες στη συνέχεια είναι διαφορετική. Πρώτο του μέλημα είναι να αποδείξει ότι τον καιρό που έλαβε χώρα η πολιτειακή  αλλαγή στην Αθήνα με την επικράτηση των τριάκοντα, εκείνος βρισκόταν μακριά από την πόλη. Το επιχείρημα αυτό τίθεται πρώτο, γιατί έχει μεγάλη αποδεικτική αξία. Εάν ο κατηγορούμενος πράγματι έλειπε όλο αυτό το διάστημα και μπορεί να το επιβεβαιώσει τότε οι πιθανότητες αθώωσής του είναι μεγάλες. Ο Μαντίθεος ενημερώνει λοιπόν τους κριτές βουλευτές ότι ύστερα από επιθυμία του πατέρα του ταξίδευσε στον Πόντο στην αυλή του βασιλιά Σάτυρου για να αναλάβει τις υποθέσεις της οικογενειακής επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό του ως συνετό νέο που τιμά και σέβεται την πατρική επιθυμία. Κερδίζει τη συμπάθεια ενδεχομένως των μεγαλύτερων σε ηλικία βουλευτών που αποδίδουν μεγάλη σημασία στις παραδόσεις. Ο Μαντίθεος επισημαίνει ότι πραγματοποίησε το ταξίδι του πριν από την καταστροφή στους Αιγός ποταμούς, πριν ακόμα αναγκαστεί η Αθήνα να συνθηκολογήσει και βέβαια πριν ακόμη κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη. Επομένως όταν επιβλήθηκε το καθεστώς των τριάκοντα ο Μαντίθεος είχε φύγει από την πόλη προ πολλού. Αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα του κατηγορούμενου, για να πείσει τους κριτές βουλευτές ότι με κανένα τρόπο δεν συνδεόταν με τους τριάκοντα και ό τι αυτό συνεπάγεται.
 Ο Μαντίθεος υποστηρίζει ότι επέστρεψε στην Αθήνα πέντε μόλις μέρες πριν οι εξόριστοι δημοκρατικοί κατέβουν από τη Φυλή στον Πειραιά. Το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι μια κλασσική περίπτωση ενθυμήματος και εντάσσεται στις έντεχνες πίστεις. Θα ήταν σύμφωνα με τον ίδιο εντελώς παράλογο να υποθέσει κανείς ότι πρόλαβε στο μικρό αυτό διάστημα να αποκτήσει διασυνδέσεις με το τυραννικό καθεστώς. Οι τριάκοντα δε θα εμπιστεύονταν κάποιον που μόλις είχε έρθει στην πόλη μετά από καιρό, ώστε να του δώσουν αξιώματα η να του παρέχουν κάποιου άλλου είδους προνόμιο. Πόσο μάλλον αφού είναι γνωστό σε όλους ότι γενικά προσπαθούσαν να προσεταιριστούν εκείνους που είχαν ήδη επιδοθεί σε ακρότητες εναντίον των συμπολιτών τους και είχαν συμφέρον να μην αποκατασταθεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Πράγμα το οποίο θα σήμαινε και την αποκατάσταση των αδικιών που είχαν διαπράξει και φυσικά την παραδειγματική τους τιμωρία. Εφόσον ο Μαντίθεος δε συμμετείχε σε αντιδημοκρατικές ενέργειες θεωρείται απίθανη οποιαδήποτε σύνδεσή του με το καθεστώς των τριάκοντα.
 Ο Μαντίθεος συνεχίζει με επιχειρήματα που εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο, αυτό των έντεχνων πίστεων. Αναφορικά με τη γύψινη επιγραφή που βρισκόταν σε κοινή θέα και περιελάμβανε ένα κατάλογο με ονόματα υπηρετησάντων ως ιππέων εκείνη την περίοδο συμπεριλαμβανομένου και του Μαντίθεου, ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι δεν αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του. Ο λόγος είναι ότι η πινακίδα ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα και ο καθένας θα μπορούσε να προσθέσει ή να αφαιρέσει ένα όνομα κατά το δοκούν. Άλλωστε ο Μαντίθεος δε συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο που τηρούσαν οι φύλαρχοι σχετικά με τους ιππείς, ούτε φαίνεται πουθενά ότι εισέπραξε δημόσιο βοήθημα (κατάσταση)ή ότι το επέστρεψε στο τέλος. Ο κατάλογος αυτός είναι σίγουρα έγκυρος σύμφωνα με το Μαντίθεο, γιατί καθιστούσε το φύλαρχο υπόχρεο σε περίπτωση που οι υπηρετήσαντες ως ιππείς δεν απέδιδαν το βοήθημα με το οποίο η πολιτεία τους είχε ενισχύσει, για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Η σύνταξη αυτού του καταλόγου απαιτούσε επομένως υπευθυνότητα από την πλευρά των φυλάρχων και εκτός των άλλων φυλάσσονταν στο δημόσιο αρχείο. Είναι φανερό λοιπόν σύμφωνα με τον ίδιο ότι οι δύο κατάλογοι –αυτός της πινακίδας και εκείνος του φυλάρχου- δεν έχουν τον ίδιο βαθμό αξιοπιστίας. Προς επίρρωση των θέσεών του ο Μαντίθεος αναφέρει ότι κανείς από τους συνηγόρους του δημοσίου δεν απηύθυνε κάποια κατηγορία σε βάρος του. Αν πράγματι είχε υπηρετήσει ως ιππέας, αυτό θα τους ήταν γνωστό.
 Έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις ο Μαντίθεος προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα και εκπλήσσει τους δικαστές με την ειλικρίνειά του. Ισχυρίζεται πως ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει ως ιππέας δεν θα το έβρισκε κακό στο βαθμό που κανένας από τους συμπολίτες του δε θα είχε υποστεί βλάβη από τη δράση του. Ο Μαντίθεος είναι άνθρωπος χωρίς προκαταλήψεις που διαθέτει κοινή λογική και δεν θα έκρινε την εντιμότητα κάποιου από μόνο το γεγονός ότι έτυχε απλά να υπηρετήσει ως ιππέας. Με τον τρόπο αυτό προκαταλαμβάνει την θετική κρίση πολλών από τους  βουλευτές που βρίσκονταν εκεί και είχαν την εποχή των τριάκοντα  υπηρετήσει ως ιππείς, ενώ αυτό καθόλου δεν τους εμπόδισε να αναλάβουν τα αξιώματα του στρατηγού ή του ιππάρχου. Ο Μαντίθεος επιδοκιμάζει την εκλογή τους και εμμέσως ζητά και από εκείνους να φανούν δίκαιοι και αμερόληπτοι απέναντί του.
 Τέλος, αν επιχειρούσαμε -με την ασφάλεια που μας παρέχει το γραπτό κείμενο- να αξιολογήσουμε τα επιχειρήματα του Μαντίθεου, θα βρίσκαμε ότι αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την αθωότητά του, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάσειστα στοιχεία. Ο Μαντίθεος για την ώρα δεν έχει τη δυνατότητα να αποδείξει με τρόπο οριστικό ότι δεν ήταν ένας από τους ιππείς επί των τριάκοντα. Σε ό τι αφορά το επιχείρημα των δύο αντικρουόμενων καταλόγων πρέπει να ειπωθεί πως στη μεν περίπτωση της γύψινης επιγραφής, η ίδια η έκθεση των ονομάτων σε κοινή θέα μπορεί -σύμφωνα με την ενάγουσα επιχειρηματολογία- να εμποδίσει τυχόν παρεμβάσεις στο περιεχόμενο του καταλόγου με στόχο την αλλοίωση των στοιχείων. Στη δε περίπτωση του καταλόγου στα χέρια των φυλάρχων τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Είναι γνωστό πως το επίδομα από την πολιτεία το έπαιρναν μόνο όσοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τον εξοπλισμό τους με δικά τους έξοδα. Αντίθετα, όσοι ήταν εύποροι δεν έπαιρναν κανενός είδους βοήθημα. Επομένως στους καταλόγους αυτούς είναι γραμμένα τα ονόματα εκείνων που εισέπραξαν την ενίσχυση και όχι τελικά όλοι όσοι υπηρέτησαν ως ιππείς. Αν ο Μαντίθεος ήταν αρκετά εύπορος θα μπορούσε να είναι ένας από τους ιππείς που δεν έλαβαν το βοήθημα και για το λόγο αυτό το όνομά του δε βρίσκεται στον κατάλογο του φυλάρχου. Ο Μαντίθεος βέβαια αποσιώπησε τον οικονομικό χαρακτήρα των στοιχείων και προσπάθησε να παρουσιάσει τον κατάλογο ως πολιτικό. Ο Λυσίας πρέπει να είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας στην επιχειρηματολογία του πελάτη του. Ενώ στο προοίμιο είχε δηλώσει ότι πρώτα θα αποδείξει ότι δεν ήταν ένας από τους ιππείς, στη συνέχεια παρακάμπτει το ζήτημα και προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν βρισκόταν στην Αθήνα τον καιρό που καταλύθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα. Έπειτα, σπεύδει να δηλώσει δια στόματος Μαντίθεου ότι ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει ως ιππέας δεν θα το έβρισκε κακό στο βαθμό που κανένας από τους συμπολίτες του δε θα είχε υποστεί βλάβη από τη δράση του. Άλλωστε και από τους παρόντες βουλευτές μερικοί είχαν υπηρετήσει στις εν λόγω θέσεις και ο Λυσίας τους το υπενθυμίζει για να εξασφαλίσει τη θετική ψήφο στο πρόσωπο του Μαντίθεου. Είναι φανερό πως ο λογογράφος δεν μπορεί να παρουσιάσει αδιάσειστα στοιχεία γι’ αυτό το σκέλος της κατηγορίας. Σημασία όμως έχει τι αντιλαμβάνονται εκείνη τη στιγμή οι ακροατές βουλευτές.

Λυσίου, Υπέρ Μαντιθέου 1-3

ΠΡΟΟΙΜΙΟ 1-3
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
 Στο προοίμιο της απολογίας του ο Μαντίθεος επιχειρεί αφ’ ενός να κερδίσει την προσοχή και την εύνοια των ακροατών βουλευτών, αφ’ ετέρου να τους βοηθήσει να αποκτήσουν μια ορθή γνώμη πάνω στα ζητήματα εκείνα που στοιχειοθετούν το κατηγορητήριο σε βάρος του. Σε όλο το προοίμιο ο κατηγορούμενος θα αναλωθεί σε ψυχολογικού τύπου επιχειρήματα που στόχο έχουν να επηρεάσουν συναισθηματικά τους κριτές υπέρ των θέσεών του. Πρόκειται δηλαδή για έντεχνους τρόπους πειθούς (έντεχνες πίστεις).
 Ξεκινώντας το λόγο του ο Μαντίθεος εκπλήσσει τους ακροατές βουλευτές με τον ισχυρισμό του ότι η δοκιμασία ως διαδικασία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον ίδιο, ώστε να μιλήσει διεξοδικά για τη ζωή του και όλα όσα πράγματι τον γεμίζουν περηφάνια. Επομένως, όχι μόνο δε δυσανασχετεί με την τροπή που πήραν τα πράγματα, αλλά αντίθετα θα δείξει ενώπιον της βουλής ότι οι κατήγοροί του είναι άνθρωποι μοχθηροί και συκοφάντες. Ο Μαντίθεος -στα πλαίσια της ρητορικής τεχνικής της ηθοποιίας- δε χάνει την ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό του ως άνθρωπο ηθικά ανώτερο, ως φιλήσυχο πολίτη με ακλόνητη πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα και στους θεσμούς του. Παράλληλα, όσον αφορά τους κατηγόρους του πλάθει την εικόνα τους ως ευτελών και μικρόψυχων ανθρώπων. Η συκοφαντία, αν και είναι μια πράξη με μεγάλη κοινωνική απαξία, εντούτοις προσφέρει στους ενάρετους πολίτες τη δυνατότητα μέσα από το θεσμό της δοκιμασίας να μιλήσουν διεξοδικά για τη δράση τους στο δημόσιο και ιδιωτικό τους βίο. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται η σπουδαιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος που μέσα από τους αξιοκρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς του ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στα δημοκρατικά ιδεώδη. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος προσπαθεί να αποκομίσει θετικές εντυπώσεις για τον ίδιο και την ίδια στιγμή να μειώσει ηθικά τους αντιπάλους του.
 Στη συνέχεια ο Μαντίθεος παρουσιάζει τον εαυτό του ως ιδιαίτερα αισιόδοξο σε ό τι αφορά την τελική έκβαση της δοκιμασίας. Ακόμη και όσοι είναι αρνητικά διακείμενοι απέναντί του, είναι βέβαιο πως θα αλλάξουν γνώμη αν ακούσουν προσεκτικά τα λεγόμενά του. Η αυτοπεποίθηση που αποπνέει ο Μαντίθεος δεν οφείλεται στην αλαζονεία του, αλλά στην εμπιστοσύνη του τόσο προς τους κριτές βουλευτές που είναι λογικοί άνθρωποι, όσο και προς την ορθότητα των βασικών επιχειρημάτων του. Επιδιώκοντας να κερδίσει τις εντυπώσεις ο Μαντίθεος εκπλήσσει ξανά τους ακροατές βουλευτές με τον ισχυρισμό του ότι δε ζητά να εκλεγεί βουλευτής αν καταφέρει να αποδείξει ότι απλώς έδωσε αγώνες για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Αυτό άλλωστε είναι το αυτονόητο για κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο πολίτη. Ζητά να εκλεγεί παρά μόνο αν αποδείξει ότι και στην ιδιωτική του ζωή υπήρξε υπόδειγμα για τους συμπολίτες του. Στην περίπτωση αυτή η ηθική αποδοκιμασία των αντιπάλων του είναι ζήτημα τιμής και για τον ίδιο, αλλά και για τους κριτές βουλευτές.
 Τέλος, ο απολογούμενος γνωρίζοντας ότι έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των βουλευτών τους ενημερώνει ότι στη συνέχεια θα αποδείξει την αθωότητά του καταρρίπτοντας ένα προς ένα τους ισχυρισμούς των αντιπάλων του.