24 Ιουνίου 2019

Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κριτική έκδοση Στυλιανού Αλεξίου)

Είναι ένα ποίημα με επικό χαρακτήρα και διακριτό το ερωτικό-ειδυλλιακό στοιχείο. Η γλώσσα του είναι μικτή, δημώδης με λόγια στοιχεία.

Ορισμένα στοιχεία από το ιστορικό του υλικό παραπέμπουν στην εποχή της αραβο-βυζαντινής ειρήνευσης κατά το 10ο αιώνα. Μάλιστα, το όνομα του Διγενή εκφράζει το πνεύμα των επιγαμιών ανάμεσα στο ακριτικό και το αραβικό στοιχείο, ως αποτέλεσμα και του εκχριστιανισμού μιας μερίδας του μουσουλμανικού κόσμου κοντά στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Δείχνει, επίσης, μια μετατόπιση των συγκρούσεων προς το εσωτερικό κυρίως της αυτοκρατορίας, ανάμεσα σε ακρίτες και ληστές. Το έπος διατηρεί, ωστόσο, μνήμες από παλαιότερες ή νεώτερες συγκρούσεις με τους Άραβες και αναφορές που παραπέμπουν στους Σελτζούκους Τούρκους. Δεν υπάρχουν ενδείξεις από τη φραγκική και βενετική κατάκτηση του 1204. Το έργο φαίνεται λοιπόν ότι συντέθηκε το 12ο αιώνα, ενώ το χειρόγραφο του Εσκοριάλ με αισθητή την παρουσία του κρητικού ιδιώματος χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα και αποτελεί τη βάση για την έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου.

Η αυστηρή διάκριση της ποίησης σε προφορική και γραπτή δεν είναι πάντα κατορθωτή. Το κείμενο του Ε ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό τη λογοτυπική προφορική έκφραση της ηρωικής βυζαντινής ποίησης και συνδέεται έτσι ξεκάθαρα με τον κύκλο των ακριτικών τραγουδιών που προηγήθηκαν. Η παρουσία όμως πολλών λόγιων τύπων, οι απηχήσεις άλλων γραπτών πηγών, όπως ορισμένες χρονογραφίες και αγιολογίες, καθώς και οι ενδείξεις μέσα στο κείμενο για την ύπαρξη κάποιου αναγνωστικού κοινού δείχνουν ότι το έργο δεν ήταν απλώς η καταγραφή ενός προφορικού ποιήματος, ούτε η συρραφή περισσοτέρων του ενός τραγουδιών. Επιπλέον, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε την ύπαρξη μιας συντεχνίας ομοτέχνων ποιητάρηδων που χρησιμοποιούσαν τη γραφή με μικτή σύνθεση και βέβαια τις μεταξύ τους επιρροές. Η γραπτή παράδοση των λόγιων στρωμάτων του πληθυσμού μπορεί επομένως να συνυπάρχει με την προφορικότητα του λαϊκού στοιχείου. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ποίησης σε γλώσσα μέσου ύφους, ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό, και μιας ενδιάμεσης βαθμίδας, ανάμεσα στη γραπτή και την προφορική, ιδίως σε κοινωνίες προβιομηχανικές.

Ο Καλονάρος εντοπίζει επιδράσεις από αρχαίες πηγές, μιμήσεις στο σύνολό τους. Θα ήταν καλύτερα να τις αποδώσουμε στις παραλλαγές G,T και A, και όχι στο έπος γενικά, παρά μόνο στην περίπτωση που δεχτούμε ότι το G είναι το πρότυπο του Ε. Αυτό είναι όμως εξαιρετικά απίθανο από γλωσσικής πλευράς και με δεδομένη ιστορικά την τάση των Βυζαντινών λογίων για εξαρχαϊσμό της δημώδους γλώσσας. Κι ενώ στο Ε η παρουσία των λόγιων τύπων και οι επιδράσεις από γραπτές πηγές δείχνουν ότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε τόσο, ώστε να θεωρούμε προφορικό ποίημα το έπος, η ίδια η παρουσία λογότυπων και τα δημώδη στοιχεία δείχνουν ότι το Ε δεν απέχει πολύ από την παράδοση των ακριτικών τραγουδιών. Επομένως, για τον ίδιο λόγο που η προφορική ποίηση προηγείται της γραπτής, το χειρόγραφο του Ε, αν και μεταγενέστερο από το G, είναι πιο κοντά στην αρχική γραπτή σύνταξη.

Το κείμενο του Ε διασώζει σπάνια τοπωνύμια και κύρια ονόματα που σε καμιά άλλη διασκευή δεν απαντούν. Οι κρητικές λέξεις δείχνουν ότι κείμενο αυτό (Ε) ή ένας άμεσος πρόγονός του συντάχθηκε στην Κρήτη κατά τον 15ο αιώνα. Από πουθενά δεν προκύπτει όμως ότι εξαιτίας αυτής της καταγωγής το χειρόγραφο του Ε είναι πιο μακριά από το αρχέτυπο σε σχέση με την ψευδοαρχαϊστική σύνταξη του G. Η παρουσία τόσων λόγιων τύπων εις βάρος της δημώδους γλώσσας, η διατάραξη του μέτρου και η έλλειψη λογότυπων καθιστούν το κείμενο του G ξένο προς τον χαρακτήρα της προφορικής ηρωικής ποίησης και ελάχιστα συμπαθές για τα γούστα των απλών ανθρώπων. Έτσι, θεωρείται απίθανη η πλατιά διάδοση του έπους σε όλο τον ελληνικό κόσμο κάτω από τέτοιες συνθήκες.