6 Απριλίου 2012

Ὁμήρου Ἰλιάς, Γλωσσικά σχόλια, Α 33-52

Ὣς ἔφατ᾿, ἔδεισεν δ᾿ ὁ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ·
βῆ δ᾿ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσϐοιο θαλάσσης·
πολλὰ δ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ᾿ ὁ γεραιὸς 35
Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠΰκομος τέκε Λητώ·
«Κλῦθί μευ ἀργυρότοξ᾿, ὃς Χρύσην ἀμφιϐέϐηκας
Κίλλαν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις,
Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ᾿ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα,
ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί᾿ ἔκηα 40
ταύρων ἠδ᾿ αἰγῶν, τὸ δέ μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»

Ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Φοῖϐος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ᾿ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην· 45
ἔκλαγξαν δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων χωομένοιο,
αὐτοῦ κινηθέντος· ὁ δ᾿ ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς.
ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ᾿ ἰὸν ἕηκε·
δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ᾿ ἀργυρέοιο βιοῖο·
οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς, 50
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς βάλλ᾿·
αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.


ἀκέων / ασυν. ἄκων, χωρίς τη θέληση, εδώ σιωπηλός
ἀμφιβέβηκας / τριγυρνώ εδώ κι εκεί, παρίσταμαι παντού , όθεν προφυλάσσω
ἀπάνευθε / επιρ. χωριστά, μακριά από
κιὼν / μτχ. εκ του ρήματος κίω, πορεύομαι
ἠράθ' / γ΄ενικό παρατατικού εκ του ἀράομαι, προσευχόταν, επικαλούνταν
ζαθέην / ἄγαν ἱερήν, -ζα, -δια, αιολικός τύπος επίτασης εννοίας
ἶφι / επικ. επιρ. κρατερώς, στιβαρώς, γενναίως, βλ. Ἰφιγένεια
Σμινθεῦ / προσωνύμιο του Απόλλωνα < σμίνθος, σμίς, μῦς : ο ποντικός
νηὸν / ιων. ὁ νηός, ὁ ναὸς -οῦ, εδώ σε αιτ. ενικού
ἔρεψα / αορ. εκ του ρήματος ἐρέφω, καλύπτω με στέγη, κοσμώ με στεφάνι
πίονα / ὁ πίων - ουσα -ον, παχύν, λιπαρόν, πλούσιον
ἔκηα / επικ. αορ. εκ του ρήματος καίω
κρήηνον / προστ. αορ. β' ενικό εκ του ρήματος κραιαίνω > κραίνω, συμπληρώνω
ἐέλδωρ / τὸ ἔλδωρ, το λάφυρο, το γέρας
καρήνων / τὸ κάρηνον, το κεφάλι, μτφ. εδώ η βουνοκορφή
χωόμενος / χωόμενος κῆρ, χολιασμένος κατάκαρδα
κῆρ / το κέαρ, κῆρ, η καρδιά
ἀμφηρεφέα / ἀμφὶ + ἔρεβος (σκοτάδι), σκεπασμένη ολόγυρα, σκοτεινή, κλειστή
ὀϊστοὶ / αττ. οἰστοὶ < οἴσω, μελλοντας του φέρω, τα βέλη
ἤιε / ιων πρτ. εκ του ρήματος εἶμι
ἕζετ' / ἕζετο, μέλλοντας ἐδοῦμαι, κάθομαι χάμω
ἰὸν / ὁ ἰός, το βέλος
ἕηκε / επικ. αορ. εκ του ἵημι, αντι για ἧκε
βιοῖο / ὁ βιός, το όξο, ιων. γεν. ενικού βιοῖο
οὐρῆας / επικ. αιτ. πληθ. εκ του οὐρεύς, ὀρεύς, ο γάιδαρος
αὐτὰρ / αλλά βέβαια, πράγματι
ἀργοὺς / 1) εδώ, γρήγορους 2) λευκούς, βλ. ἄργιλος
ἐχεπευκὲς / 1) πικρό 2) οξύ, διαπεραστικό
ἐφιεὶς / μτχ. εκ του ἐφίημι, αφού έστειλε εναντίον, εξακόντισε
θαμειαὶ / ὁ θαμειὸς - ὰ - όν, πυκνός -η -o, βλ. ν.ε. θάμνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου