14 Απριλίου 2012

Το ομηρικό ζήτημα και η σύνθεση των επών.

Σήμερα η Ιλιάδα και η Οδύσσεια παραδίδονται με το όνομα του Ομήρου ως δημιουργού τους. Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι μελετητές βασισμένοι σε ανακολουθίες και παράδοξα που συναντά κανείς στη δομή, τη γλώσσα και την υπόθεση των δύο έργων υπέθεταν ότι, τόσο η Ιλιάδα, όσο και η Οδύσσεια μπορεί να είναι έργο περισσότερων του ενός ποιητών. Έπειτα, κι αν ακόμα γίνει δεκτό ότι είναι έργα ενός ποιητή, μένει να αποδειχτεί αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και στις δύο περιπτώσεις. Όλα αυτά τα ερωτήματα της νεότερης φιλολογικής έρευνας σε σχέση με την πατρότητα των επών και τον τρόπο με τον οποίο αυτά συνετέθησαν αποτελούν το περίφημο «ομηρικό ζήτημα».

Το ομηρικό ζήτημα των νεότερων χρόνων όμως έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Μια ματιά στη λακωνική τέχνη και λογοτεχνία μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα επικά ποιήματα ήταν γνωστά στη Σπάρτη ήδη τον 7ο αιώνα. Η παράδοση αποδίδει την εισαγωγή τους στο Λυκούργο. Αντίθετα, στην Αθήνα φαίνεται ότι εισήχθησαν στα τέλη του 6ου αιώνα και γνωρίζουμε ότι ραψωδικοί αγώνες ενσωματώθηκαν στα Παναθήναια από τον Ίππαρχο. Στο εξής δηλαδή ένα σταθερό κείμενο δέσμευε τους ραψωδούς στην απαγγελία των επών. Η διερεύνηση των αντιφάσεων στο ομηρικό κείμενο είναι δυνατή, εφόσον κάποιος έχει το κείμενο στα χέρια του. Τελικά, τον 4ο αιώνα ο Ζωίλος από την Αμφίπολη πραγματοποιεί μια μελέτη των επών και αμφισβητεί την αξιοπιστία του πεισιστράτειου κειμένου βρίσκοντας παρεμβολές και αλλοιώσεις στην αρχική μορφή τους λόγω των επαινετικών για τους Αθηναίους στίχων σε διάφορα σημεία. Η επίθεση αυτή, που καταλόγιζε ιστορικές και πολιτικές σκοπιμότητες στην αθηναϊκή πλευρά, άνοιξε το δρόμο για τη διατύπωση αμφιβολιών σχετικά με την αξιοπιστία των γραπτών κειμένων που σώζονταν ως τότε.

Οι αρχαίες μαρτυρίες κάνουν επίσης λόγο για πολλές και διαφορετικές εκδόσεις του Ομήρου. Υπήρχαν εκείνες που ως επίσημες φυλάσσονταν στα αρχεία των πόλεων και ήταν ευάλωτες σε παρεμβολές λόγω πολιτικής σκοπιμότητας. Υπήρχαν άλλες, ιδιωτικές, που διασκευάζονταν, ώστε να αποτελέσουν εκπαιδευτικό υλικό για νέους και άλλες, εκλαϊκευμένες, που ενίσχυαν το τοπικιστικό αίσθημα διασκευασμένες ανά περιοχή. Το ετερόκλητο αυτό πλήθος των ομηρικών εκδόσεων πέρασε στα χέρια των φιλολόγων της ελληνιστικής περιόδου, οι οποίοι προσπάθησαν να διορθώσουν τα έπη εφαρμόζοντας για πρώτη φορά συστηματικές μεθόδους. Βασισμένοι στις γλωσσολογικές, ιστορικές και μυθολογικές τους γνώσεις προσπάθησαν να αποδώσουν την αρχική μορφή των επών. Από την Αλεξάνδρεια ξεχώρισαν πολλοί, όπως ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο μαθητής του ο Ερατοσθένης, ο διάδοχος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και βέβαια ο μαθητής του Αριστοφάνη, ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη, τα Σχόλια του οποίου διακρίθηκαν για την πληρότητα και το επιστημονικό τους βάθος. Δυστυχώς οι εργασίες του χάθηκαν και ό τι ξέρουμε γι’ αυτές προέρχεται από έμμεσες μαρτυρίες. Στην Πέργαμο επίσης αναπτύχθηκε αξιόλογη πνευματική κίνηση με κύριο εκπρόσωπο τον Κράτη από τη Μαλλό της Κιλικίας.

Εντοπίζοντας διαφορές σε επίπεδο ύφους και γλώσσας μερικοί φιλόλογοι της ελληνιστικής περιόδου, οι περίφημοι χωρίζοντες, δέχονταν την πιθανότητα η Ιλιάδα και η Οδύσσεια να μην είναι έργα του ίδιου ποιητή, του Ομήρου εν προκειμένω. Από την ομάδα αυτή μας είναι γνωστά μόνο τα ονόματα του Ξένωνος και του Ελλάνικου. Σε κάθε περίπτωση οι αρχαίοι δέχονταν ότι ο Όμηρος υπήρξε πράγματι ως ποιητής κάποιων από τα έπη που σώθηκαν ολόκληρα και του απέδιδαν άλλα που ήταν αποσπασματικά ή είχαν στο μεταξύ χαθεί. Αυτό που έμεινε στη μέση με το τέλος της αρχαιότητας συνεχίστηκε εκ νέου από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετά. Οι θεωρίες της ανάλυσης αυτή τη φορά προχώρησαν ακόμη περισσότερο υποστηρίζοντας την πολλαπλή πατρότητα καθενός έπους και περιόρισαν τον Όμηρο στο ρόλο του διασκευαστή.

Στην προσπάθειά μας να βάλουμε κάποια τάξη στις αναλυτικές θεωρίες της νεότερης εποχής που σχετίζονται με τη μελέτη των ομηρικών επών και να τις καταστήσουμε έτσι πιο γνωστές, διατρέχουμε τον κίνδυνο να προβούμε σε γενικεύσεις, που αποσπούν την προσοχή μας από ένα μεγάλο αριθμό λεπτομερειών ειδικού βάρους. Εντούτοις, για την καλύτερη κατανόησή τους δεχόμαστε το διαχωρισμό τους από τον καθηγητή Α. Lesky σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως οι περισσότερες αναλυτικές θεωρίες είχαν ως αντικείμενο μελέτης την Ιλιάδα και με βάση αυτές επιχειρήθηκε η ανάλυση και της Οδύσσειας. Η πρώτη λοιπόν θεωρία είναι αυτή της επέκτασης, σύμφωνα με την οποία, υπήρχε κάποια Πρωτοϊλιάδα, μικρής αρχικά έκτασης, που αργότερα διογκώθηκε. Εδώ εντάσσονται μελετητές, όπως οι dAubignac, Wolf και Hermann. Σε γενικές γραμμές γίνεται δεκτό ότι στο πέρασμα των χρόνων δίπλα στο βασικό πυρήνα του έργου, που είναι η οργή του Αχιλλέα, προσετέθησαν και άλλα επικά θέματα και ο Όμηρος απλώς τα συνταίριαξε κάπως αδέξια σε ένα ποίημα εκτενές πιθανόν με τη βοήθεια της γραφής. Η δεύτερη είναι η θεωρία των ασμάτων, με επικεφαλής τους Heyn και Lachmann, σύμφωνα με τον οποίους η Ιλιάδα προήλθε από τη συνένωση μεμονωμένων επικών τραγουδιών λαϊκής δημιουργίας, που με τον καιρό συνενώθηκαν οργανικά ως ενιαίο σώμα. Η λαϊκή προέλευση των τραγουδιών εξηγεί και τις ανακολουθίες που εντοπίζουν οι λόγιοι μέσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Η τρίτη θεωρία είναι αυτή της συρραφής με επικεφαλής τους Kirckoff και Wilamovitz που υποστηρίζουν ότι τόσο η Ιλιάδα, όσο και η Οδύσσεια προέρχονται από συνένωση μικρότερων επών διαφορετικής ποιητικής αξίας και μεγέθους. Έτσι δικαιολογείται η συνύπαρξη ορισμένων χωρίων που στερούνται λογοτεχνικής ποιότητας με άλλα υψηλής ποιητικής αξίας.

Υπερασπιστές της ενότητας από την άλλη υπήρξαν ήδη από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης, που είχε μάλλον κάποια γνώση για τις πρώιμες φιλολογικές έριδες, έδινε προτεραιότητα στο αριστοτεχνικό συνολικό σχέδιο των δύο επών και δεν υποστήριξε ποτέ το ενδεχόμενο άλλος να είναι ο ποιητής της Ιλιάδας και άλλος της Οδύσσειας. Πόσο μάλλον το ενδεχόμενο της πολλαπλής πατρότητας καθενός έπους. Στους νεότερους χρόνους επιχειρήθηκε μια προσπάθεια από την πλευρά ορισμένων μελετητών να καταδειχθεί η ενότητα των ομηρικών επών βασισμένη σε 2 άξονες. Αποδόθηκε αρχικά προτεραιότητα στο συνολικό σχέδιο των επών που μπορεί να οδηγήσει σε ένα μόνον ποιητή. Έπειτα, οι φιλόλογοι αξιοποιώντας τις μελέτες των Parry και Lord πάνω στο νοτιοσλαβικό τραγούδι και τα πορίσματά τους για τη φύση της προφορικής ποίησης (oral composition) ακόμη και σε μέρη που η γραφή είναι διαδεδομένη, άνοιξαν νέους δρόμους στην ομηρική έρευνα. Έτσι μπόρεσαν να εξηγήσουν τις ομηρικές ανακολουθίες και τις επαναλαμβανόμενες φράσεις και λέξεις, τα τυποποιημένα πρότυπα πλοκής και τις τυπικές σκηνές. Όλα αυτά δεν ήταν απόδειξη, όπως υποστήριζαν οι αναλυτικοί, της συνένωσης διαφορετικών επών ή τραγουδιών σε ένα συμπίλημα από κάποιο διασκευαστή, αλλά η απόδειξη της ιδιαιτερότητας της προφορικής ποίησης που υπακούει στους δικούς της νόμους. Μιας ποίησης που δεν προοριζόταν για την γραφή, άσχετο αν αυτή υπήρχε, αλλά για προφορική απαγγελία.

Αν οι αοιδοί δεν ενδιαφέρονταν να κάνουν γνωστό το όνομά τους, αφού απέδιδαν την έμπνευσή τους σε κάποια θεότητα, πώς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια έμειναν γνωστές με το όνομα του Ομήρου; Πράγματι, ένα προφορικό ποίημα δε θα έπρεπε να αποδίδεται σε ένα συγκεκριμένο ποιητή. Αν αυτό δε συμβαίνει με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια είναι γιατί πιθανότατα υπήρχε κάποια συντεχνία ποιητών στη Χίο, οι αποκαλούμενοι Ομηρίδες, που είχαν κάνει επάγγελμα την απαγγελία των ποιημάτων, όσων τέλος πάντων αποδίδονταν στον Όμηρο. Οι ποιητές αυτοί, στο βαθμό που είναι δεμένοι με ένα σταθερό κείμενο, που προορίζεται για απαγγελία, δε μπορούν να θεωρηθούν αοιδοί. Γίνεται δεκτό βέβαια ότι η πιθανότητα να αποστήθιζαν τα ποιήματα κάποιου Ομήρου, δίχως αυτά να είναι γραμμένα, είναι ελάχιστη λόγω της έκτασης της Ιλιάδας και πολύ περισσότερο της Οδύσσειας.

Το κεντρικό σχέδιο, τόσο της Ιλιάδας, όσο και της Οδύσσειας, υποδηλώνει ότι η σύνθεση διαφορετικών επεισοδίων σε ένα οργανικό σύνολο μπορεί να είναι έργο ενός ποιητή, που πιθανότατα χρησιμοποιεί τη γραφή. Το να μιλούν οι αναλυτικοί για παρεμβολές σε αυτό το στάδιο, όπου δηλαδή η γραφή χρησιμοποιείται ως βοηθητικό μέσο, έχει κάποια βάση και μπορεί να τεθεί προς συζήτηση. Είναι όμως παράλογο, σύμφωνα με τον Bowra, να μιλούμε για παρεμβολές από άλλα ποιήματα στο στάδιο της προφορικής σύνθεσης. Οι αοιδοί χρησιμοποιούσαν το παραδοσιακό υλικό κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις περιστάσεις και το ποίημα σε κάθε παρουσίαση ήταν δικό τους, στο βαθμό που εκείνοι επέλεγαν πως θα χρησιμοποιήσουν το υλικό αυτό και ποιες λεπτομέρειες θα συμπεριληφθούν.

Υπό αυτήν την έννοια η Ιλιάδα και η Οδύσσεια πράγματι δεν οφείλουν τα πάντα στον Όμηρο, καθώς αποτελούν τα κορυφαία έργα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας βασισμένης στην προφορική παράδοση των αοιδών. Οι ομηρικές ανακολουθίες που βρίσκουμε στα ποιήματα είναι εγγενή χαρακτηριστικά της προφορικής ποίησης. Ήταν πολύ δύσκολο ένας ακροατής να τις αντιληφθεί καθώς το ενδιαφέρον εστιάζεται πάντα στο κύριο θέμα που εκτυλίσσεται εκείνη τη στιγμή. Έπειτα, οι αντιφάσεις που ανευρίσκονται στα κείμενα εντοπίζονται σε δευτερεύοντα και λιγότερα σημαντικά χωρία. Αντίθετα, το συνολικό σχέδιο των επών φανερώνει ότι οι πιθανότητες για την ύπαρξη ενός ποιητή για κάθε έπος είναι πολλές. Τέλος, πρέπει να προστεθεί σε αυτό και το προσωπικό άγγιγμα του δημιουργού που διαπερνά όλο το ποίημα. Από ένα πλήθος λογότυπων ο ποιητής επιλέγει κάθε φορά με συνέπεια έναν ορισμένο αριθμό στοιχείων, πράγμα που υποδηλώνει πειθαρχημένη χρήση και επιλογή ενός ποιητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου